-
1 προσερχομαι
(impf. προσερχόμην, fut. προσελεύσομαι, aor. προσῆλθον, pf. προσελήλυθα; в атт. обычно impf. προσῄειν, fut. πρόσειμι)1) приходить, подходить (к кому-л.), приближаться(τινι Xen. etc. и πρός τινα Dem. etc.; δόμοις Aesch. и δῶμα Eur.)
2) обращаться (к кому-л.), выступать (с речью)(τῷ δήμῳ, εἰς τὸν δῆμον Dem. и πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.)
3) приступать, посвящать себя(πρὸς τέν πόλιν Dem., τῇ πολιτείᾳ Plut.)
μοναρχίᾳ π. Plut. — стать монархом4) устремляться, нападать(πρὸς τοὺς ἱππέας Xen.)
5) присоединяться, примыкать(τινι Thuc.; τοῖς λόγοις τινός NT.)
προσελθόντος ποσοῦ Arst. — с количественным приростом6) ( о доходах) поступать7) вступать в связь(γυναικί Xen.). - см. тж. πρόσειμι II
-
2 αντεπεξειμι
-
3 τασσω
атт. τάττω (fut. τάξω, aor. ἔταξα, pf. τέταχα; pass.: fut. ταχθήσομαι, aor. ἐτάχθην, aor. 2 ἐτάγην, pf. τέταγμαι, ppf. ἐτετάγμην, fut. 3 τετάξομαι)1) ставить, класть, расставлять, располагать или помещать(τι μέσον Eur.; ἥ πόλις ὑπ΄ αὐτέν τέν κορυφέν τέτακται Polyb.)
εἰς τὸ πρόσθεν τ. τι Plat. — ставить что-л. впереди;ἔμπροσθεν τετάχθαι τινός Plat. — быть помещенным (находиться) впереди чего-л.;τ. ἑαυτοὺς ἐπί τινας Xen. — располагаться против кого-л.2) зачислять, включать, относить(τινὰ εἴς τινας Xen. и ἔν τισιν Aeschin.)
πρὸς τέν τῶν Λακεδαιμονίων ξυμμαχίαν ταχθῆναι Thuc. — вступить в союз с лакедемонянами;τῆς πρώτης (τάξεως) τεταγμένος Lys. — зачисленный в первую линию3) воен. строить, выстраивать(τέν στρατιήν Her.; τοὺς ὁπλίτας Thuc.; ἐπὴ τεττάρων ταχθῆναι Xen.)
τάξαι νεῶν στῖφος ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. — выстроить флот в три линии;τεταγμένοι Thuc. — в строю, строем4) ставить, назначать(ἄρχοντας Xen.)
τ. τινὰ ἐπὴ τοὺς ἱππέας Xen. — ставить кого-л. во главе конницы;ἐς (τὸ) πεζὸν ταχθῆναι или τετάχθαι Her. — быть назначенным в пехоту;τ. τινὰ ἡγεῖσθαι Xen. — назначать кого-л. проводником;πεζῇ τάσσεσθαι Her. — служить в пехоте;τάσσεσθαι ὑπό τινα и ὑπό τινι Polyb. — быть подчиненным кому-л.;ὅ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος Polyb. — секретарь5) предписывать, приказывать; поручать, возлагать(ὅ νόμος οὕτω τάττει Plat.)
ταχθεὴς τόδ΄ ἔρδειν Soph. — получивший приказ сделать это;τὸ ταττόμενον Arph., τὸ τεταγμένον Xen. и τὸ ταχθέν Soph. — приказание, предписание, поручение;οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Thuc. — на которых было возложено оказание помощи:χρήματα τὰ ἀναλωθέντα τάξασθαι ἀποδοῦναι Thuc. — принять на себя уплату (военных) издержек6) полагать, устанавливать, определять(ζημίαν Arph.; μισθόν τινι Arst.)
τεταγμένα μὲν ποιεῖν, τεταγμένα δὲ λαμβάνειν Xen. — и делать и получать то, что положено;τ. νόμον Plat. — устанавливать (вводить) закон;αὕτη ἥ δίκη αὐτοῖς ἐτάχθη Plat. — такой вот приговор им определен (вынесен);ὥσπερ ἐτάχθη τὸ πρῶτον Thuc. — как решено было с самого начала;χρόνῳ τεταγμένῳ Aesch. — в установленное время;ἐν τῷ τεταγμένῳ (sc. χωρίῳ) Xen. — в установленном месте;τὰ τεταγμένα ὀνόματα Isocr. — общеупотребительные слова;τάξασθαι ποιεῖν (ποιήσειν) τι Polyb. — условиться сделать что-л.;τάττεσθαι πρός τινα περί τινος Polyb. — договариваться с кем-л. о чем-л. -
4 ενιστημι
(fut. ἐνστήσω, aor. 1 ἐνέστησα; для неперех. - med., см. 6 - 12: aor. 2 ἐνέστην, pf. ἐνέστηκα и ἐνέσταα)1) (где-л.) устанавливать, ставить(στήλας ἐς τὰς χώρας Her.; χρυσᾶ ἀγάλματα Plat.)
2) расставлять3) ставить во главе, назначать начальником4) med. предпринимать, устраивать, начинать(πρᾶγμα Arph., Dem.; ὁδόν Plat.: ἀγῶνα Dem.; πόλεμον Polyb., Diod.; τέν περὴ Ἀκροκόρινθον πρᾶξιν Plut.; ποιεῖν τι Diod.)
5) med. выказывать, проявлять(ὀργέν καὴ μῖσος πρός τινα Polyb.)
6) med. становиться, aor. и pf. стоять, быть, находитьсяπύλαι ἐνεστέασι πέριξ τοῦ τείχεος ἑκατόν Her. — вокруг стены имеется сто ворот;τραυμάτων ἐνεστώτων Plat. — при наличии, т.е. в случае нанесения ран7) med. наступать, начинаться, aor. и pf. наступить, оказатьсяτοῦ ἐνεστῶτος μηνός Dem. — с наступлением месяца;
τοιούτων ἐνεστεώτων πρηγμάτων Her. — при таком положении дел;ὅ ἐνεστὼς или ἐνστὰς πόλεμος Aeschin., Dem., Arst., Polyb.; — вспыхнувшая, т.е. нынешняя война (ср. 9);κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρόν Arst. — в настоящий момент, пока что;τὸ ἐνεστὸς νῦν Arst. — настоящее время, текущий момент;περὴ οὗ νῦν ὅ λόγος ἐνέστηκε Arst. или πρὸς ἃ ἐνέστηκεν ὅ λόγος Plut. — то, о чем идет теперь речь8) med. вступать, приступать(εἰς τέν ἀρχήν Her.)
λοχοις ἐνεστώς (v. l. ἐφεστώς) Eur. — вступив в ряды войск;ἐνεστεῶτος βασιλῆος Her. — с воцарением (нового) царя9) med. предстоять, надвигаться, т.е. угрожать(ὅ πόλεμος ὅ ἐνστὰς τῇ πόλει Isocr. - ср. 7)
ἐνεστηκυιῶν αὐτοῖς τῶν δικῶν Dem. — так как, им предстоит судебный процесс10) med. напирать, теснить(τοῖς πολεμίοις Polyb.)
τινὰ ἐνστησόμενον τῇ φυγῇ ἀποστέλλειν Plut. — посылать кого-л. для преследования бегущих11) med. противодействовать, противиться, сопротивляться(τινί Thuc., Isocr., Dem., Polyb., Plut. и πρός τι Plut.)
αὐτὸν ἠμυνάμην ἐνστάς Lys. — я дал ему отпор12) med. возражать(τινι и πρός τι Arst.)
τὰ τοιαῦτα ἐνιστάμενοι Arst. — те, кто выдвигает подобные возражения;ἐὰν εἷς ἐνίστηται τῶν δημάρχων Polyb. — если один из народных трибунов (Рима) заявит протест;οὐδεὴς ἐνέστη Plut. — никто не возразил -
5 κατασκευαζω
тж. med.1) снаряжать, оснащать(τὸ πλοῖον πᾶσι Dem.; τριήρεις ἐπὴ τὸν πόλεμον Plut.)
2) снабжать, украшать(σκηνέ χρυσῷ τε καὴ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη Her.; ἵππους χαλκοῖς προβλήμασι Xen.)
ἱρὸν ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Her. — храм, богатый подношениями3) снабжать средствами защиты, укреплять(τέν Ἄντανδρον Thuc.)
4) снаряжать, собирать (в дорогу), готовить(τινὰ ἐπὴ στρατιάν Xen.; κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν Thuc.)
5) (тж. κ. τοῖς σκεύεσιν Diog.L.) оборудовать, обставлять(οἶκον πρεπόντως Arst.; οἰκίαν Diog.L.)
6) готовить, седлать или навьючивать(τοὺς ὄνους Her.)
7) воздвигать, сооружать, строить(γέφυραν Her.; ἱερὰ καὴ βωμούς Plat.)
8) перен. строить, создавать(ἕτερόν τι γένος ἀριθμῶν, ἰδέας Arst.)
τὸ ἀνασκευάζειν ἐστὴ τοῦ κ. ῥᾷον Arst. — легче отвергнуть (доказательство), чем построить9) приводить в порядок, благоустраивать(χώραν Xen.; πόλιν, γυμνάσια Plat.; τέν ὁδόν τινος NT.)
10) устанавливать, учреждать, вводить(δημοκρατίαν Xen., Arst., Plut.; ἰσότητα τῆς οὐσίας Plat.; τὸ ἀρχεῖον ἐν ταῖς ὁλιγαρχίαις Arst.)
11) назначать, ставить(τύραννον, ἡγεμόνα ἐν ἑκάστῃ ποίμνῃ Arst.)
12) устраивать(συμπόσιον, συνέδριον Plat.)
κατασκευάσασθαι πρόσοδον οὐ μικράν Dem. — обеспечить себе немалый доход13) воспитывать, обучать, готовить(τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας Xen.; λαὸς κατεσκευασμένος NT.)
ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. Plat. — развивать левые руки слабее, чем правые14) делать (кого-л. кем-л. или что-л. чем-л.)(Γοργίαν Νέστορά τινα κ. Plat.)
κ. τι ἐπισφαλέστερον Dem. — ослаблять что-л.;κατασκευάσαι πρὸς ἑαυτὸν εὖ τὸν ἀκροατήν Arst. — располагать слушателя в свою пользу15) придумывать, выдумывать(πρόφασιν Xen.; χρέα ψευδῆ, γραφήν Dem.)
16) подговаривать или подкупать(κατασκευαστοὴ ἄνδρες Arst.)
См. также в других словарях:
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
Lelantinischer Krieg — Darstellung zweier archaischer Reiter auf einer Vase des 6. Jahrhunderts v. Chr. Als Lelantischer Krieg wird ein Konflikt zwischen den griechischen Stadtstaaten Chalkis und Eretria bezeichnet, der sich in frühgriechischer Zeit – etwa 710 bis 650… … Deutsch Wikipedia
Lelantischer Krieg — Datum ca.710–650 v. Chr. Ort Euböa Ausgang umstritten … Deutsch Wikipedia